- θεμιτός
- η , ό[ν] законный, дозволенный; правый; справедливый, правильный;
με θεμιτά κι' αθέμιτα μέσα — дозволенными и недозволенными средствами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
με θεμιτά κι' αθέμιτα μέσα — дозволенными и недозволенными средствами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεμιτός — allowed by the laws of God and men masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιτός — ή, ό (Α θεμιτός, ή, όν) [θέμις (Ι)] σύμφωνος με τους θείους και τους ανθρώπινους νόμους, δίκαιος, όσιος, νόμιμος (α. «δεν είναι θεμιτό τα παιδιά να βρίζουν τους γονείς» β. «οὐ θεμιτόν ἐστι ἐσιέναι ἄλλον», Ηρόδ.). επίρρ... θεμιτώς (Α θεμιτῶς) με… … Dictionary of Greek
θεμιτός — ή, ό επίρρ. ά νόμιμος, ορθός: Χρησιμοποιεί θεμιτά μέσα για να αναδειχτεί. – Θεμιτός ανταγωνισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θέμιτος — Θέμις that which is laid down fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέμιτος — θέμις that which is laid down fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιτά — θεμιτός allowed by the laws of God and men neut nom/voc/acc pl θεμιτά̱ , θεμιτός allowed by the laws of God and men fem nom/voc/acc dual θεμιτά̱ , θεμιτός allowed by the laws of God and men fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιτῶν — θεμιτός allowed by the laws of God and men fem gen pl θεμιτός allowed by the laws of God and men masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιτόν — θεμιτός allowed by the laws of God and men masc acc sg θεμιτός allowed by the laws of God and men neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιτοῦ — θεμιτός allowed by the laws of God and men masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιτούς — θεμιτός allowed by the laws of God and men masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιτῆς — θεμιτός allowed by the laws of God and men fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)